- κεραμιδένιος
- -α, -οπήλινος, από κεραμίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεραμιδένιος — α, ο [κεραμίδι] 1. κατασκευασμένος από πηλό, κεράμινος 2. αυτός που αποτελείται από κεραμίδια («κεραμιδένια σκεπή») … Dictionary of Greek
οστράκινος — η, ο (ΑΜ ὀστράκινος, ίνη, ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο μσν. αρχ. (για αγγείο) πήλινος, κεραμιδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ινος (πρβλ. πήλ ινος)] … Dictionary of Greek